- μαυριτανικός
- -ή, -ό [Μαυριτανία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μαυριτανία και στους Μαυριτανούς («μαυριτανική τέχνη»)2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Μαυριτανία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μορέσικα — (Μ) επίρρ. αραβικά, σε αραβική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μορέσικος< ιταλ. moresco «μαυριτανικός»] … Dictionary of Greek
μορέσκα — η παλαιός λαϊκός ενόπλιος χορός συνοδευόμενος από μουσική και άσμα, ρυθμική και χορευτική ξιφασκία, που ως ένα είδος χορευτικού ιντερμέτζο παρεμβαλλόταν ανάμεσα στις πράξεις τών έργων τού κρητικού θεάτρου, προέρχεται από την Ισπανία, είναι… … Dictionary of Greek